κερίων

κερίων
κείρω
kṛṇā´ti
fut part act masc nom sg (doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηροί — Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός… …   Dictionary of Greek

  • κεράδικο — το [κεράς (II)] 1. εργαστήριο κατασκευής κεριών 2. κατάστημα πώλησης κεριών …   Dictionary of Greek

  • κηροδοσία — και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία) η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή νεοελλ. η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες μσν …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεροψάλιδο — το ειδικό ψαλίδι το οποίο χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών άκρων τού φιτιλιού τών κεριών ή τών λυχναριών …   Dictionary of Greek

  • κηραψία — και κεραψία, ἡ (Μ) το άναμμα κεριών, η φωταψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, φωτ αψία] …   Dictionary of Greek

  • κηροποιία — η [κηροποιός] η τέχνη τής κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστική …   Dictionary of Greek

  • κηροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”